- ηθικολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο.επίρρ...ηθικολογικώς και -άμε τρόπο ηθικολογικό, που ταιριάζει σε ηθικολόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Παύλο Καλλιγά].
Dictionary of Greek. 2013.